- κιαμέτι
- το большой шум
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κιαμέτι — το 1. η ανάσταση τών νεκρών κατά τους μωαμεθανούς 2. πολύς θόρυβος («έγινε μεγάλο κιαμέτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kiyamet] … Dictionary of Greek